Νέο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας τα ναυπηγεία

14.03.2024

Η Ουάσιγκτον εξετάζει αν το Πεκίνο στρεβλώνει την παγκόσμια αγορά ναυτιλίας

Νέο μέτωπο στον σινο-αμερικανικό πόλεμο ανοίγει το αμερικανικό σωματείο εργαζομένων στον χάλυβα, καθώς με επιστολή του προς τον Τζο Μπάιντεν κατηγορεί την Κίνα ότι στρεβλώνει την παγκόσμια αγορά ναυτιλίας, logistics και ναυπήγησης πλοίων με πρακτικές προστατευτισμού. Καλεί, έτσι, την αμερικανική κυβέρνηση να παρέμβει αφενός επιβάλλοντας δασμούς σε όσα κινεζικά πλοία προσεγγίζουν τα λιμάνια της υπερδύναμης και αφετέρου θεσπίζοντα5 ταμείο για την ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας ναυπήγησης πλοίων, αλλά και τη στήριξη των ίδιων των εργαζομένων σε αυτήν. Η έκκληση έρχεται σε προεκλογική περίοδο και ο πρόεδρος Μπάιντεν έσπευσε να δεσμευθεί αμέσως πως θα την εξετάσει και ότι η εκπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ, Κάθριν Τάι, θα ασχοληθεί σοβαρά με το αίτημα για ενίσχυση των αμερικανικών ναυπηγείων «συμφωνά με τη νομοθεσία». Έτσι, η ναυπήγηση πλοίων αναδεικνύεται στο νέο πεδίο μάχης ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και προστίθεται στο ευρύτατο φάσμα τομέων ανταγωνισμού, από τα φωτοβολταϊκά μέχρι τους μικροεπεξεργαστές και τα ηλεκτροκίνητα οχήματα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που το 1975 ήταν η πρώτη δύναμη στον κόσμο, έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί ως παράγοντας στον κλάδο της ναυπήγησης πλοίων. Τα τελευταία 40 χρόνια δεν κατασκευάζουν τα πλοία τους, καθώς τη δεκαετία του 1980 επικράτησε ο άκρατος φιλελευθερισμός του τότε προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος υιοθέτησε τη γενικότερη τάση στις μεγάλες οικονομίες κατά των επιδοτήσεων. Η κατάργηση των επιδοτήσεων οδήγησε όμως σε μαρασμό τον κλάδο, με αποτέλεσμα σήμερα η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο να μην παράγει παρά μόλις 10 υπερωκεάνια. Στο μεταξύ, επιδοτώντας ανεξέλεγκτα τις βιομηχανίες της, η Κίνα έχει τριπλασιάσει την παραγωγή της σε πλοία δικής της κατασκευής και έχει εξελιχθεί σε τεράστια ναυτική δύναμη καθώς παράγει 1.000 υπερωκεάνια τον χρόνο. Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη συνεργατών του Ινστιτούτου Θαλασσίων Ερευνών της Κίνας, κινεζικές εταιρείες έχουν στην ιδιοκτησία τους ή διαχειρίζονται τουλάχιστον έναν τερματικό σταθμό σε κάθε ένα από τα 96 λιμάνια άλλων χωρών. Τα 36 από αυτά τα λιμάνια συγκαταλέγονται στα 100 μεγαλύτερα τού κόσμου με κριτήριο τον όγκο μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων που χειρίζονται. Ενώ ήταν ήδη δεσπόζουσα δύναμη στην παγκόσμια βιομηχανία ναυπήγησης, το 2019 η Κίνα συγχώνευσε τα δύο μεγαλύτερα ναυπηγεία της και δημιούργησε έναν κρατικό στρατιωτικό κολοσσό που κυριολεκτικά τείνει να σβήσει τους ανταγωνιστές του σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τη στήριξη που προσφέρει στον κλάδο η Κίνα έχει κατορθώσει να αφήσει πίσω της τις μέχρι προσφάτως κυρίαρχες δυνάμεις στον κλάδο, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, το 2022 σχεδόν τα μισά εμπορικά πλοία που ναυπηγήθηκαν εκείνη τη χρονιά είχαν κατασκευαστεί σε κινεζικά ναυπηγεία.

Όπως επισημαίνει σε σχετικό σχόλιο της η βρετανική εφημερίδα Financial Times, αυτή η ακραία ανισότητα που τη χωρίζει από την Κίνα ανησυχεί την Ουάσιγκτον τόσο για τις οικονομικές όσο και για τις στρατιωτικές συνέπειές της, καθώς πάνω από το 90% του στρατιωτικού εξοπλισμού, των προμηθειών και των καυσίμων μεταφέρονται διά θαλάσσης και ως επί το πλείστον μέσω μεταφορικών πλοίων που έχουν κλείσει τα απαιτούμενα συμβόλαια. Σημειωτέον ότι στη σχετική επιστολή του το σωματείο εργαζομένων στον χάλυβα τονίζει ότι χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας όταν έκλεισαν τα ναυπηγεία της χώρας, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει και τους κινδύνους που εγκυμονεί για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ η υπερβολική εξάρτησή τους από τα ναυπηγεία της Κίνας. Στο μεταξύ, οι πρώτες ύλες και τα εξαρτήματα που απαιτούνται για την κατασκευή νέων πλοίων δεν διατίθενται πλέον στις ΗΠΑ, καθώς η υπερδύναμη έχει εκχωρήσει υπεργολαβίες σε βιομηχανίες άλλων χωρών. Η Ουάσιγκτον προσπαθεί, άλλωστε, να διασφαλίσει την επισκευή του στόλου της και διαπραγματεύεται αυτόν τον καιρό με την Ιαπωνία προκειμένου να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα ναυπηγεία της για συντήρηση ή και επισκευή κάποιων πολεμικών πλοίων.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ BLOOMBERG, FINANCIAL TIMES

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο!