Απεβίωσε ο Σταύρος Νταϊφάς

24.03.2014

Ο εφοπλιστής Σταύρος Νταϊφάς έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών. «όταν έρχεσαι στη ζωή, δεν έρχεσαι για να φας να πιεις και να περάσεις ωραία και να φύγεις.. Έρχεσαι να δημιουργήσεις και κάτι. Να αφήσεις ένα πετραδάκι..»

Με αυτό το σκεπτικό πορεύτικε στη ζωή του ο αυτοδημιούργητος εφοπλιστής. Το ανέφερε στην συνέντευξή του στην εκπομπή  «Αειναύτες οι Έλληνες και η Θάλασσα» τον Φεβρουάριο του 2007, που παρουσιαζόταν στην ΕΤ1. Μια συνέντευξη επίκαιρη παρά ποτέ.


Δημοσιεύτηκε στη δίτομη έκδοση που περιελάμβανε γραπτώς και τηλεοπτικώς, στα ελληνικά και αγγλικά, όλες τις συνεντεύξεις της εκπομπής. Εκδόθηκε το 2008 από τη Τ&Τ Εκδοτική.


 


Σταύρος Νταϊφάς


Μιλά για τα «εν οίκω και εν δήμω»


της ναυτιλίας, του Πειραιά και


και «Ολυμπιακού»



10 Φεβρουαρίου 2007




Το μεγάλο επίτευγμα που λέγεται ελληνική ναυτιλία πήρε παγκόσμιες διαστάσεις το 1977, όταν με ελληνική σημαία ταξίδευαν 3412 βαπόρια. Σήμερα βέβαια, κατέχουμε την παγκόσμια πρωτοπορία, όμως μεγάλο μέρος του στόλου μας ταξιδεύει με ξένες σημαίες.


Ωστόσο η μεταπολεμική γενιά του ελληνικού εφοπλισμού είναι αυτή που δημιούργησε το εθνικό επίτευγμα με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία της πατρίδας μας, αν ληφθεί υπόψη ότι η πρώτη πηγή εισροής συναλλάγματος ήταν και παραμένει η ναυτιλία.


Θα θυμίσω ένα χαρακτηριστικό περιστατικό:


To 1979 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε φωνάξει τους εκπροσώπους του εφοπλισμού για να τους ζητήσει να φέρουν 1,5 δις δολάρια πέραν από τα 3 που έφερνε εκείνη την εποχή η ναυτιλία σε ετήσια βάση. Ήθελε να καλύψει έκτακτες ανάγκες της οικονομίας και προσεφέρθη μάλιστα να διαπραγματευθεί τους όρους που θα έθετε η εφοπλιστική πλευρά. Όμως εμείς δε θέσαμε κανέναν όρο και επομένως, δεν χρειάστηκε να προηγηθεί καμιά διαπραγματεύση. Το μόνο που είπαμε στον πρωθυπουργό ήταν ότι θα φέρουμε αυτό το 1,5 δις, εφόσον μπορέσουμε να το φέρουμε. Και τελικά το φέραμε, χωρίς καμιά διαπραγμάτευση και χωρίς κανένα αντάλλαγμα από πλευράς της πολιτείας.


*********


Με την μεταπολίτευση το κλίμα για τη ναυτιλία δεν ήταν θετικό και οι ναυτικοί μας, τότε γύρω στις 130.000, εργαζόντουσαν με καθηλωμένο εισόδημά αφού η δικτατορία δεν επέτρεπε διεκδικήσεις των εργαζομένων για την βελτίωση της θέσης τους. Οι εφοπλιστές αμέσως έσπευσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Έδωσαν αυξήσεις που σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασαν το 30\%, ενώ στα πλαίσια παραγωγικών διαπραγματεύσεων με τα σωματεία, πλην εκείνων της αριστερής αντιπολίτευσης, μειώθηκε ο χρόνος προς συνταξιοδότηση ώστε ο πλοίαρχος να μπορεί να βγει στη στεριά σε ηλικία 50 ετών. Ακόμη μετά από διαπραγματεύσεις, η συλλογική σύμβαση εργασίας στην ποντοπόρο ναυτιλία, καθιερώθηκε να υπογράφεται κάθε χρόνο με ανάλογες μισθοδοτικές προσαρμογές.


Είναι όλα αυτά και άλλα σημαντικά τα αποτελέσματα μιας συνετής και δημιουργικής διοίκησης της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών που την εκπροσωπούσε η εξαιρετική προσωπικότητα του Αντώνη Χανδρή και της ομάδας των συνεργατών συναδέλφων του. Θ’ αναφέρω πάλι ένα παράδειγμα:


Όταν γύρισε ο Καραμανλής στην Ελλάδα και ξεκίνησε η σύνταξη του νέου συντάγματος είχε και η ναυτιλία τον δικό της λόγο. Και νομίζω ότι τότε μπήκαν κάποιες βάσεις που βοήθησαν την ναυτιλία να φτάσει εκεί που σήμερα βρίσκεται. Αίφνης, ο εφοπλισμός δεν ήθελε τον εφοριακό να μπαίνει στα γραφεία, έτσι συμφωνήσαμε με την κυβέρνηση να βάλουμε για φορολογία, ορισμένο ποσόν κατά κόρο, σε κάθε πλοίο, σταθερό, στάνταρ, με βάση τον αμερικάνικό τιμάριθμο και κάθε τέσσερα χρόνια να γίνεται αναπροσαρμογή του. Έγινε δεκτό όμως και το αίτημα σχετικώς με τον φόρο κληρονομιάς, ο οποίος διαφορετικά θα μπορούσε να διώξει όλα τα πλοία από την ελληνική σημαία, ενώ ο νόμος 89, βασικό εργαλείο για την εργασία και την απόδοση των ναυτικών γραφείων στην Ελλάδα, κατοχυρώθηκε με υπουργό των Οικονομικών τότε, τον Γιάννη Μπούτο.


Είναι γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διάθεση για θετική αντιμετώπιση της ναυτιλίας στα εθνικά πλαίσια, χάρις, πιστεύω, στις στενές φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με τον Βασίλη Γουλανδρή, εφοπλιστή μεγάλης οικογενειακής παράδοσης, ο οποίος και τον ενημέρωνε σωστά για τα ναυτιλιακά πράγματα. Ήταν πολιτικός που άκουγε και έκανε διάλογο. Και θα σας πω ένα παράδειγμα. Στις συζητήσεις για το θέμα του φόρου κληρονομιάς ο Καραμανλής στην αρχή ήταν ανένδοτος. Τότε πείρα εγώ τον λόγο για να πω:


– Εγώ είμαι αυτοδημιούργητος και έχω σήμερα είκοσι βαπόρια. Εάν μου συμβεί κάτι θα έρθει το κράτος και θα επιβάλει μια βαριά φορολογία. Δεν νομίζω ότι κανένα από τα δυο παιδιά μου θα το δεχτεί αυτό. Θα πάρουν τα καράβια και θα φύγουν από την Ελλάδα και δεν αποκλείεται να χαθούν και από Έλληνες.


Τότε γυρίζει και λέει στον παριστάμενο υπουργό Παναγή Παπαληγούρα:


– Ρε Παναγή, σάμπως να ‘χει δίκιο τούτος.


Κι έτσι λύθηκε το πρόβλημα.


********


Οι επαφές με τον επόμενο πρωθυπουργό ήταν ενδιαφέρουσες. Εγώ έτρωγα ιγκόγνιτο με τον Ανδρέα Παπανδρέου σχεδόν κάθε μήνα. Είχαμε συζητήσει τα πάντα μαζί, συμφωνούσε σε όλα, δεν σκεφτόταν να κάνει τίποτα διαφορετικό στη ναυτιλία. Αντίθετα, οι άνθρωποί του πήγαν να κάνουν ζημιά και την έκαναν. Προχώρησαν δηλαδή στην εφαρμογή του συστήματος της “ανακύκλωσης” για να μειώσουν τη ναυτική ανεργία. Κάθε έξη μήνες οι εργαζόμενοι έδιναν τη θέση τους στους ανέργους. Αποτέλεσμα, η μεγάλη επιβάρυνση των πλοίων που έφυγαν από τη σημαία σχεδόν 2000 και η απώλεια φορολογικού εισοδήματός του ήταν μεγαλύτερη από 60 εκατ. Και ακόμη, σήμερα που μιλάμε, με την πιο μεγάλη ναυτιλία σε ελληνικά χέρια, έχουμε πάνω στα βαπόρια μας δυο με τρεις Έλληνες ναυτικούς σε κάθε περίπτωση. Βλέπετε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση έπρεπε να δίνει διαφορετική εικόνα προς τα έξω.


********



Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, ήρθα στην Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Δεν υπήρχε δυνατότητα οικονομική να σπουδάσω, διότι τώρα σπουδάζουν δωρεάν, τα πληρώνουμε εμείς, δηλαδή ο εφοπλισμός πληρώνει αυτούς που σπουδάζουν και βγαίνουν καπεταναίοι και αξιωματικοί. Τότε δεν υπήρχε αυτό και λόγω μεγάλης αδυναμίας οικονομικής, αναγκάστηκα να κάνω κάτι για να επιζήσω. Αρχικώς, δούλευα σε εταιρία ασφαλιστική, είχα αρχίσει να κάνω ασφάλειες, εν τω μεταξύ το κράτος είχε 150 καϊκια μεγάλα, των 120 τόνων και τα ‘βγανε στον πλειστηριασμό. Όποιος είχε χάσει στον πόλεμο πλοίο είχε δικαίωμα να πάρει με δόσεις. Και πήγα και πήρα ένα καραβάκι από αυτά, μικρούλι δηλαδή, το οποίο ήταν μισοβουλιαγμένο, ιστορίες για αγρίους. Το πήρα, το ‘φτιαξα, το αξιοποίησα, είχα και τις ασφάλειες και με δανεικά 100 λίρες χρυσές, από μία θεία μου, αδελφή του Εξαρχάκη, του γενικού διευθυντού στο Γενικό Λογιστήριο, τα οποία βέβαια τα επέστρεψα. Και το ξεκίνημα αυτό είχε ως συνέπεια να δημιουργήσουμε ένα στόλο για πολλά χρόνια μέχρι πέρυσι, γιατί μετά πουλήσαμε πολλά βαπόρια.


Όλα αυτά σε ηλικία 18 ετών. Έτσι άφησα τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, δε συνέχισα.


Το πρώτο φορτηγό πλοίο, το αγόρασα το 1949. Το «Κόνιτσα», από το ελληνικό δημόσιο, σε δημοπρασία, αντί 14.000 λιρών, στις 19 Οκτωβρίου του ΄49. Ήτανε σημαντική στιγμή, παρόλο του ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις να το πληρώσω. Αλλά εγώ ξεκίνησα, διότι τότε δεν υπήρχαν και δάνεια. Οι τράπεζες δεν δίνανε λεφτά. Στη ναυτιλία πρέπει να προχωρείς με υπολογισμό. Δηλαδή, εάν κάνω αυτή τη δουλειά και ρισκάρω, καταστρέφομαι; Ή, μπορώ να ξαναρχίσω; Αυτό είναι, το ερώτημα που τίθεται, το βασικό. Γι’ αυτό σήμερα στους νέους, επειδή βλέπω πολλούς και μιλάμε, τους λέω «το μόνο που θα κάνετε, τώρα που είναι καλή η ναυτιλία, πέραν όλων των άλλων, δεν θα ανοιγόσαστε πολύ και θα πρέπει να βάλετε λεφτά στην μπάντα, διότι η ναυτιλία χρειάζεται χρήματα. Δηλαδή, σε κάποια στιγμή κρίσης να μην καταστραφείς».


Εγώ έχτισα δύο βαπόρια πριν από δυο χρόνια, 20 εκατομμύρια, 22 εκατομμύρια και σήμερα τα βαπόρια αυτά έχουν 50 εκατομμύρια Τώρα, αν τα χτίσεις είναι 50, δεν είναι λιγότερο. Έπειτα βαπόρι που είχε 20 εκατ., έφτασε μέχρι 5. Είναι τεράστια τα ποσά, είναι ασύλληπτα μπορείς να καταστραφείς. Όταν δεν έχεις ανοίγματα δεν φοβάσαι τίποτα.


Είχα κάποτε και εγώ μεσογειακά καράβια, αλλά γενικά δεν είναι σε απόδοση μεγάλη. Η απόδοση είναι στην ποντοπόρο ναυτιλία, η οποία έχει μεγάλο tonnage, έχει όγκο, δηλαδή μεταφέρεις 100.000 τόνους κάρβουνο, ενώ το άλλο το μεσογειακό θα μεταφέρει 4.000 τόνους 3.000 τόνους, είναι περιορισμένα τα κέρδη, Αντιθέτως εγώ δεν είχα ποτέ τάνκερ. Τα πλοία αυτά ξεκίνησαν από μικρά. Το πρώτο τάνκερ που έφτιαξε ο Νιάρχος, το είχε φέρει εδώ και το βλέπαμε, ήταν 30.000 τόνων και σήμερα είναι 500.000 τόνων. Οι διαφορές και οι εξελίξεις είναι τεράστιες. Έπειτα τα βαπόρια που εμείς έχουμε σήμερα, είναι όλα σύγχρονα, δηλαδή να σας δώσω να καταλάβετε, ότι ταξιδεύουν με 15 ανθρώπους. Το μηχανοστάσιο είναι κλειστό και κατευθύνεται από τη γέφυρα το βαπόρι, δεν πας κάτω στο μηχανοστάσιο, έχει όλο αλάρμ, αν συμβεί κάτι σε ειδοποιούν. Είναι δηλαδή, σήμερα η ζωή μέσα σ’ αυτόν τον κολοσσό που λέγεται βαπόρι, άνετη. Την εποχή τη δική μας ήταν αστεία, μιλάμε για αστεία πράγματα. Λοιπόν, σήμερα είναι άνετη και τα λεφτά που βγάζουν οι ναυτικοί είναι πάρα πολλά, κάποιοι έχουν γίνει πλούσιοι και όμως οι νέοι γυρίζουν την πλάτη τους στη θάλασσα.


********


Κατ’ αρχήν, τα παλιά χρόνια, η Ένωση Εφοπλιστών έκανε προσέλκυση νέων για το ναυτικό επάγγελμα. Χαλούσαμε περίπου 30 με 40 εκατομμύρια το χρόνο για τους νέους. Γίνανε μεγάλες προσπάθειες αλλά το κράτος, δυστυχώς, δεν εκμεταλλεύτηκε το πλοίο όσο έπρεπε να το εκμεταλλευτεί. Καμία κυβέρνηση. Και το λέω αυτό υπεύθυνα, διότι έζησα από κοντά όλα τα πράγματα. Κατ’ αρχήν δεν εκμεταλλευτήκαμε το πλοίο για επισκευές στον ελληνικό χώρο. Μιλάμε για δισεκατομμύρια και φεύγουμε και πάμε τα βαπόρια μας σε άλλα λιμάνια. Εδώ ήρθαν τα συνδικάτα και ρημάξανε τα πάντα. Το Πέραμα ήτανε ένα μέρος το οποίο όλοι φέρναμε βαπόρια. Εγώ κάθε μέρα, δεν υπήρχε μέρα να μην έχω και βαπόρι και τώρα έχω να φέρω βαπόρι πάνω από δέκα χρόνια, διότι οι απεργίες τα διώξανε. Αυτοί τα διώξανε, δεν τα έδιωξα εγώ τα βαπόρια. Τα συνδικάτα για εμένα είναι η καταστροφή της ναυτιλίας για την Ελλάδα. Το λέω με την έννοια την ευρύτερη βέβαια, όχι, ότι ειδικώς τα συνδικάτα, αλλά όταν έρχομαι εγώ εδώ πέρα, κι έχω ένα βαπόρι και πρέπει να φύγει στις 14 του μηνός διότι έχει “καντσέλο”, και όταν λέμε “καντσέλο” μιλάμε για πολλά λεφτά, μιλάμε για εκατομμύρια δολάρια, δεν μπορείς εσύ να κάνεις απεργία και να με αφήνεις εκτεθειμένο. Έτσι καταργήθηκε σχεδόν το Πέραμα. Αυτά που γίνονται τώρα εδώ, μη νομίζετε γίνονται και στην Ευρώπη. Που δυστυχώς, έχει πάει πίσω. Ό,τι έχει σχέση με εργάτη, με τεχνίτη, έχει πάει πίσω, και όλη η δουλειά έχει περάσει στην Άπω Ανατολή. Γιατί Σάββατο, να δουλέψεις στην Ευρώπη; Αστειεύεστε, ενώ πρώτα δουλεύαμε και Κυριακή. Δουλεύαμε και γι’ αυτό αναπτυχθήκαμε, γι’ αυτό φτάσαμε σ’ ένα σοβαρό επίπεδο ανάπτυξης. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά και αν θα τολμήσεις να δουλέψεις Σάββατο, έχεις συνέπειες. Εδώ ότι θέλει ο καθένας κάνει. Οι συνδικαλιστές ενεργούν σύμφωνα με τις εντολές του κόμματός τους.


Βέβαια καλή δουλειά δεν μπορούμε να πούμε ότι κάνουν όλοι εκεί, όπως οι Κινέζοι. Γι’ αυτό εμείς όταν ναυπηγούμε στέλνουμε δυο ανθρώπους όσο κατασκευάζεται το πλοίο και παρακολουθούν τα πάντα, βρίσκονται από πάνω. Αλλά η τεχνολογία προχωρά και οι άνθρωποι αυτοί θα βρούν σίγουρα, τον τρόπο να φτάσουν σύντομα στο επίπεδο των Γιαπωνέζων. Αρκεί να το επιδιώξουν. Και θα το επιδιώξουν γιατί έχουν κυβέρνηση κομμουνιστική, αν και πιστεύω ότι είναι περισσότερο καπιταλιστική και από τις κυβερνήσεις της Δύσης.


Στη Γερμανία έχουμε μια ναυπηγική δραστηριότητα που όμως δεν αφορά τα φορτηγά και τα πετρελαιοφόρα πλοία. Αφορά τα υπερωκεάνια και τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια. Πρόκειται για ακριβές κατασκευές που συμφέρουν τα ναυπηγεία. Πάντως για μένα, στον τομέα αυτό η Ευρώπη έχει μείνει πίσω και θα πω την μεγάλη κουβέντα, δεν πρόκειται να προοδεύσει. Όσον αφορά τη χώρα μας θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, δυστυχώς.


Όταν έχεις μάθει να τρως και να πίνεις και να μη θέλεις να δουλέψεις, γιατί στην Ευρώπη αυτό ακριβώς συμβαίνει, οι άνθρωποι δεν θέλουν δουλειά, όπως δεν θέλουν και στη χώρα μας. Όταν πας το βράδυ στα διάφορα κέντρα είναι γεμάτα από νέους που θέλουν να διασκεδάζουν μέχρι τα ξημερώματα. Δεν έχεις σήμερα δουλειά; Πήγαινε στη ναυτιλία να χορτάσεις και να γίνεις πλούσιος. Το πράγμα είναι απλό και εύκολο. Περνάνε όμως τα χρόνια και οι νέοι άνθρωποι που ζουν τώρα με το χαρτζιλίκι του πατέρα και της μητέρας ή, της γιαγιάς, θα καταλήξουν κάποτε σε κάποια θεσούλα στη στεριά και θα φυτοζωούν μια ολόκληρη ζωή.


Πρέπει να έχεις φιλοδοξίες στη ζωή, να έχεις κότσια να δουλέψεις σκληρά. Εγώ θυμάμαι μια φορά δούλεψα 72 ώρες χωρίς να κοιμηθώ, παρακολουθώντας τις εργασίες σε τρία βαπόρια μαζί και ήρθε να με δει η μικρή μου κόρη, ήμουν με τη φόρμα, μαύρος από τη μουντζούρα και δεν με γνώρισε. Όταν έρχεται ο άνθρωπος στη ζωή, δεν έρχεται μόνο για να φάει και να πιει και να περάσει όμορφα και μετά να φύγει. Έρχεται και για να δημιουργήσει, να αφήσει ένα πετραδάκι για την πρόοδο και την ευημερία της πατρίδας του. Θα πω ένα εντυπωσιακό παράδειγμα. Το Βασίλη τον Κωνσταντακόπουλο τον γνωρίζουμε όλοι. Ξεκίνησε μούτσος σε ένα καϊκι του εξαδέλφου μου και σήμερα είναι δισεκατομμυριούχος. Είναι αυτός που κατασκευάζει ολόκληρη τουριστική πολιτεία στην περιοχή της Καλαμάτας, πέρα από τον τεράστιο στόλο των κοντέινερ που διαχειρίζεται. Θέλω να πω, πως αν ο άνθρωπος αυτός που ξεκίνησε από το χωριό του δεν είχε φιλοδοξίες, ποτέ δεν θα είχε φτάσει εκεί που έφτασε. Ο καθένας μπορεί να γίνει και εφοπλιστής και πλούσιος, αρκεί να το θελήσει και βέβαια, αρκεί να προσπαθήσει.


Ίσως πιο παλιά, αυτό να ήταν ευκολότερο γιατί στις ημέρες μας απαιτούνται μεγάλα κεφάλαια, πολλά χρήματα για ένα ξεκίνημα. Στη στεριά η δυσκολία σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον, ξεπερνιέται με διάφορες μεγάλες ή, μικρές κομπίνες. Αλλά στη ναυτιλία τα πράγματα είναι διαφορετικά, γιατί όλα πρέπει να γίνονται με τον ευθύ και κανονικό τρόπο. Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος να πάρει ένα δάνειο κάποιων εκατομμυρίων και να το φάει. Το έχει κάνει αυτό και Έλληνας, που όμως δεν είδε προκοπή στη συνέχεια και σήμερα είναι στους πέντε δρόμους. Έφαγε πολλά λεφτά και μάλιστα λεφτά από το δημόσιο. Γιατί όταν εγώ πήγα στην ΕΤΒΑ μετά από παράκληση του Μητσοτάκη, για διάστημα δυο, τριών ετών, σταμάτησα την αιμορραγία των επισφαλών δανείων που ήταν ζημιά ενός εκατομμυρίου δολαρίων την ημέρα και έβαλα προϋποθέσεις και φραγμούς. Ακόμη, φρόντισα να πουλήσω τα ζημιογόνα ναυπηγεία της Σύρου και να τοα πουλήσω στα τρία δισεκατομμύρια εφτακόσια εκατομμύρια δραχμές, μια πολύ καλή τιμή, υπέρ του δημοσίου. Τότε, ξεσηκώθηκαν οι συνδικαλιστές και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και ενώ είχαν δοθεί οι σχετικές εγγυήσεις για την αγορά, η δουλειά χάλασε. Όταν όμως ήρθε στη κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, ο αείμνηστος Γεννηματάς πούλησε τα ναυπηγεία, αλλά τα πούλησε μόνο για εφτακόσια εκατομμύρια. Δεν έπρεπε λοιπόν, κάποιος να πάει φυλακή;


********


Ας έρθουμε όμως να πούμε μερικά και για το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, το γνωστό μας ΝΑΤ. Είναι μία μεγάλη ιστορία. Εγώ πήγα στο ΝΑΤ το ΄74 και έφυγα όταν ήρθε ο Παπανδρέου. Μιλάμε για πολλά χρόνια. Είχα πει κάποτε ότι κάθε συνεδρίαση του ΝΑΤ είναι και μία ελληνική τραγωδία. Κάθε συνεδρίαση, διότι το τι ερχότανε στο διοικητικό συμβούλιο, το τι γινότανε ήτανε χάλι πολύ μεγάλο. Μπήκαμε εμείς, ως Ένωση, εγώ ο Γουρδομιχάλης, και ο Πατέρας ο Γιώργος. Εγώ εκπροσωπούσα τη μεγάλη ναυτιλία και την μεσογειακή και ήμουνα ο πιο σκληρός. Όταν πρωτοπήγαμε την πρώτη ημέρα, έρχεται ο Παπαδόγγονας, ήτανε υπουργός Ναυτιλίας και λέει. «Θα πάρετε 38 εκατομμύρια. Θα πάρετε μετοχές της Τράπεζας της Εμπορικής, επειδή θέλανε να φάνε τον Ανδρεάδη τότε και του είπα εγώ «δεν παίρνουμε ούτε μία και κακώς μας το υποδεικνύεις, διότι εσύ πρέπει να ελέγχεις αν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Κακώς και προεδρεύει». Δεν καταλάβαινα τίποτα ούτε τον είχα ανάγκη. Εν πάση περιπτώσει δεν δώσαμε τίποτα, δεν πήραμε τίποτα και αρχίζει το ΝΑΤ. Μόλις καθίσαμε στη δεύτερη συνεδρίαση, εγώ ζήτησα πρακτικά. Λέει, «δεν έχουμε πρακτικογράφο» «δεν έχετε πρακτικογράφο; Πάρτε πρακτικογράφο, θα τον πληρώνουμε εμείς.» Και πήραμε πρακτικογράφο και τον πληρώναμε εμείς και ο Στεφανόπουλος, που ήταν υπουργός Εσωτερικών δεν ενέκρινε να πάρουμε πρακτικογράφο. Δηλαδή μιλάμε για τρελά πράγματα. Ο Στεφανόπουλος αυτός ήταν που διέλυσε το κράτος τότε, κατά τη γνώμη μου. Δεν, τον κατηγορώ τον άνθρωπο, λέω την πραγματικότητα. Λοιπόν, άρχισε το ΝΑΤ να κινείται, μέσα σε πλαίσια νόμιμα. Έρχεται ο Κεφαλογιάννης στέλνει ένα γράμμα μία μέρα, να βάλουμε στα εισιτήρια που πάνε για το Ηράκλειο, ένα ποσόν για να αποζημιωθούν οι κάτοικοι του Ηρακλείου που χαθήκαν, ενώ αυτοί είχαν αποζημιωθεί από τις ασφάλειες. Και λέω στο Διοικητικό Συμβούλιο τότε, «να πείτε στον υπουργό, να πάει να κάνει κουμάντο στο υπουργείο του, όχι εδώ και να μην μας στέλνει γράμματα».


Πάνε, του το λένε, με παίρνει στο τηλέφωνο «σου ΄χω κάνει τίποτα;» μου λέει. Εγώ του λέω «τι, τι να μου ΄χεις κάνει; Εγώ κάνω τη δουλειά μου», του λέω, «όπως κάνεις και συ τη δική σου». Τέλος πάντων, δεν δεχτήκαμε τίποτα, δεν κουνιότανε φύλλο, πήγαινε το ΝΑΤ ρολόι. Ισολογισμοί, όλα πληρωμένα, τα πάντα, η περιουσία στη θέση της, μιλάμε για τεράστια περιουσία και οι μισθοί είχαν αυξηθεί και πηγαίνανε όλα τέλεια. Είχαμε φτάσει 280 εκατομμύρια δολάρια το αποθεματικό που εγώ με τον Γιώργο Πατέρα το βάλαμε στον τόκο έφερνε στο Ταμείο 19\%. Το ΄80 και το ΄81 ο τόκος του δολαρίου ήταν γύρω στο 20\% και κλείσαμε αυτά τα χρήματα για δυο χρόνια με αποτέλεσμα να δώσουμε αυξήσεις στις συντάξεις των ναυτικών. Μιλάμε βέβαια για πολλά λεφτά.


Μόλις ήρθε στην εξουσία ο Παπανδρέου, υπουργός Ναυτιλίας έγινε ο Στάθης Αλεξανδρής και ήρθαμε σε ρήξη από την πρώτη κιόλας μέρα. Και αυτό γιατί όταν τον επισκέφθηκαν οι εκπρόσωποι της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών κατά τα καθιερωμένα, δεν μας είπε να καθίσουμε, μας είχε όρθιους ανάμεσα σε κάτι μουσάτους κυρίους για να μας πει ότι από ΄δω και πέρα μόνο με γραφτά τα αιτήματα του κλάδου θα απασχολείται. Τότε του λέω εγώ, «κύριε υπουργέ εμείς δεν στέλνουμε έγγραφα παρά μόνο συζητούμε..».


Χωρίς να χάσω καιρό πάω στον Παπανδρέου και του λέω: «Τι είναι αυτός; Τι τον έβαλες; Βάλε στο υπουργείο τον Κατσιφάρα να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε». Και έτσι κατέβηκε στον Πειραιά ο Γιώργος Κατσιφάρας, εγώ ήμουν η αφορμή.


Ωστόσο ενώ το ΝΑΤ προχωρούσε καλά και νοικοκυρεμένα μας στέλνανε από το υπουργείο κάθε μέρα για να τους ασφαλίσουμε, πρόσφυγες από το Παραπέτασμα, από την Αίγυπτο και ένα ωραίο πρωί στέλνουν κατάσταση με ονόματα ναυτικών της ΟΕΝΟ, της γνωστής κομμουνιστικής οργάνωσης της ναυτιλίας που ποτέ δεν είχαν πληρώσει δεκάρα δηλαδή εισφορές στο ΝΑΤ. Τότε δήλωσα παραίτηση. Με παίρνει στο τηλέφωνο ο Παπανδρέου και μου λέει να γυρίσω οπωσδήποτε. Του λέω ότι αυτό δεν γίνεται, έχω την δουλειά μου και είμαι πολύ απασχολημένος. Επεμβαίνει ο Κατσιφάρας και με διορίζει με υπουργική απόφαση. Τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω αν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση στο ΝΑΤ, ο πρώτος που θα πάει φυλακή θα είσαι εσύ, αφού από 29.000 συνταξιούχους που είχαμε τους πήγατε στις 52.000.


Πάνε λοιπόν τα λεφτά του Ταμείου χάθηκαν όλα και το χειρότερο, φύγανε από τη σημαία τα καράβια και έπαψαν να εισφέρουν στο ΝΑΤ. Έτσι ο πιο πλούσιος, ο πιο υγιείς ασφαλιστικός οργανισμός της χώρας κατάντησε να είναι από τους φτωχότερους.


Με μελέτη της Ένωσης Εφοπλιστών, είναι τεράστια και υπάρχει ακόμη στα αρχεία της ζητήσαμε από τον Καραμανλή, έκανε κι αυτός τα λάθη του, να πάρουμε το ΝΑΤ εμείς, να το πάρουμε να σ’ αλαφρώσουμε, να πάρουμε το ΝΑΤ και να κάνουμε ασφάλεια στο εξωτερικό και να αφήσουμε τα χρήματα που ήτανε σε συνάλλαγμα, να βοηθήσουμε το κράτος, όμως, να μην έχει καμία σχέση το Ελληνικό Δημόσιο, με ευθύνη δική μας, με κοντράτο. Αρνήθηκαν και οι εργαζόμενοι και το κράτος.



Ωστόσο θεωρώ τον εαυτό μου υπερήφανο, διότι ως άνθρωπος, ως πολίτης, ως Έλληνας έκανα το καθήκον μου, σε όλους τους τομείς, όπου μπορούσα, γιατί έχω κάνει και στην Εθνική Τράπεζα στο Συμβούλιο, έχω κάνει στην ΕΤΒΑ, έχω κάνει στην Τράπεζα της Ελλάδος, δηλαδή ό,τι μπόρεσα έκανα, εν πάση περιπτώσει. Και με τα κοινά της ναυτιλίας. Ήτανε ένας δρόμος που δεν τον ήξερα αλλά μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω μεγάλες διαπιστώσεις οι οποίες δυστυχώς δεν είναι καλές. Διότι άμα πας με τον όχλο να τα βάλεις, δεν βγαίνεις δικαιωμένος ποτέ, ό,τι και να κάνεις. Η αχαριστία βασιλεύει.


Με απογοήτευσαν. Θα πω ένα περιστατικό για τον “Ολυμπιακό”. Όταν τον αγόρασα το ’79, 110 εκατομμύρια, 3,5 εκατομμύρια δολάρια. Ήταν διαλυμένος, όταν λέω διαλυμένος, κυριολεκτώ. Τον πήρα, είχε να πάρει 6 χρόνια το πρωτάθλημα. Tον πήρα, τον έφτιαξα, πήρα το πρωτάθλημα, πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο. Έδωσα λεφτά πολλά, πήρα ποδοσφαιριστές. Μία φορά είμαστε στο Ολυμπιακό Στάδιο και παίζαμε με τον “Απόλλωνα” Αθηνών και κερδίζαμε 1-0, αλλά η ομάδα δεν έπαιζε καλά και όλος ο κόσμος από τις κερκίδες με βρίζανε. Και τότε είπα «τέρμα και τελείωσε. Θα τον δώσω.» Και τον έδωσα δωρεάν στον Κοσκωτά.


Αν και έχω γεννηθεί στην Καλαμάτα, μεγάλωσα στον Πειραιά όπου και είχα χρηματιστηριακό γραφείο ώστε από χρόνια με γνωρίζει ο κόσμος. Αλλά και τα οικονομικά μου ήξεραν ότι ήταν ικανοποιητικά. Τότε ο «Ολυμπιακός» πέρναγε δύσκολες στιγμές. Ήταν ένας κύριος Τσιτσαλής πρόεδρος, υπάλληλος νομίζω, νομίζω της Εθνικής Τράπεζας και φίλος μου. Κάποτε, κάποτε τον βοηθούσα στην προσπάθειά του, οπότε έπεσε κυριολεκτικός επάνω μου να πάρω τον «Ολυμπιακό». Στην αρχή αρνήθηκα, αλλά μετά από γενικότερες πιέσεις, το αποφάσισα. Ήταν θυμάμαι, Παρασκευή και ρωτώ πόσο πουλιέται ο «Παναθηναϊκός» που ήθελαν να τον πάρουν οι Γιαννακόπουλοι και μου είπαν, γύρω στα ογδόντα εκατομμύρια. Τότε είπα, εγώ θα δώσω για τον «Ολυμπιακό» 110 εκατομμύρια. Πηγαίνω το πρωί και παίρνω την ομάδα. Όταν την ίδια μέρα συναντήθηκα με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη του προτείνω να αγοράσουν οι Βαρδινογιάννιδες και τον «Παναθηναϊκό» για να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική ανανέωση του ποδοσφαίρου στην πατρίδα μας. Τα ίδια είπα στο τηλέφωνο και στον Βαρδή Βαρδινογιάννη και την άλλη μέρα πήγαν στον Νικολαϊδη και αγόρασαν και αυτοί την άλλη ομάδα.


Όταν όμως οι Βαρδινογιάννιδες πήραν τον «Παναθηναϊκό» άρχισαν δημοσιεύσεις στον τύπο, φωτογραφίες, συνεντεύξεις φέρανε τον Ρότσα από την Αργεντινή και τα λοιπά, εγώ ούτε στο μυαλό μου είχα τέτοιες σκέψεις. Έτσι οι δυο μεγάλες ομάδες, πουλήθηκαν αλλά όλα αυτά είναι περασμένα και ξεχασμένα.


Ο Πειραιάς σήμερα δεν έχει καμιά σχέση με τον Πειραιά εκείνης της εποχής. Είναι κατά πολύ ανώτερος. Τώρα, απλά, είναι η εξέλιξη του παλαιού που οι συνθήκες ήταν σχεδόν πρωτόγονες. Φανταστείτε ότι για να στείλουμε ένα τηλεγράφημα πηγαίναμε στο Ταχυδρομείο της πόλης.


Σήμερα, πάω το πρωί στο γραφείο και βλέπω κάθε υπάλληλο μου να εργάζεται μπροστά στον υπολογιστή. Υπάρχουν πλέον πολύ μεγάλα ναυτιλιακά γραφεία που εκτός από τους ναυτικούς στα πλοία τους απασχολούν περισσότερους από 24 χιλιάδες υπαλλήλους και στελέχη, όλα είναι έμπειρα και αξιόλογα.


Προσωπικά πιστεύω ότι ο Πειραιάς έχει το δικό του μέλλον ως μεγάλο ναυτιλιακό κέντρο. Και αυτό γιατί οι νέοι συνάδελφοί μας είναι καλύτεροι από εμάς. Είναι φιλόδοξοι και δημιουργικοί, ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τον πιο μεγάλο και τον πιο καινούργιο στόλο. Μια φιλοδοξία θεμιτή και παραγωγική.


Αλλά και η προοπτική για την ελληνική ναυτιλία είναι θετική. Έχουμε ήδη το 27\% της παγκόσμιας δύναμης, μεγάλο εθνικό επίτευγμα, μεγάλη ιστορία. Ξέρετε ο.. «νταμαχιάρης» όσο και να του βάλεις να φάει θέλει να φάει περισσότερο μέχρι να πεθάνει. Το ίδιο και οι Έλληνες εφοπλιστές. Βάζουνε παλούκια μπροστά τους και πάντα σχεδόν, κατορθώνουν να τα πηδάνε. Εγώ πιστεύω ότι η ελληνική ναυτιλία θα ξεπεράσει σύντομα το 30-35\% παγκοσμίως. Βλέπω ότι υπάρχουν νέοι που ξεκίνησαν με πέντε καράβια και σε μικρό χρονικό διάστημα τα έχουν κάνει δεκαπέντε. Εγώ δεν τους γνωρίζω γιατί αυτοί σπούδαζαν στο εξωτερικό και γυρίζοντας πήγαν στα γραφεία τους. Πώς να υπάρξουν επαφές και γνωριμίες. Ευτυχώς που έχουμε τη Ναυτιλιακή Λέσχη και γίνεται κάθε τόσο κάποια ενδιαφέρουσα συνάντηση.


Πιστεύω στη ναυτιλία και στο μέλλον της. Είναι σπουδαίο επάγγελμα πρώτα, πρώτα για την ελευθερία του. Δραστηριοποιείται σε πολλούς τομείς, πας όταν τη διαχειρίζεσαι, όπου θέλεις και ζεις σε όποιο μέρος του κόσμου επιθυμείς. Η αγάπη όμως για την πατρίδα δεν πεθαίνει με τίποτα. Εγώ ούτε γραφείο δεν άνοιξα ποτέ στο Λονδίνο. Εδώ θέλω να τερματίσω τη δραστηριότητά μου και τη ζωή μου. Πήγα κάποτε στο Σικάγο και ο κυβερνήτης που ήταν φίλος μου, πρότεινε να αγοράσω μια τεράστια έκταση δυο, τρεις φορές πιο μεγάλη από το Σύνταγμα, για 12 εκατομμύρια δολάρια. Αρνήθηκα και σήμερα αυτή η έκταση κάνει περισσότερα από πεντακόσια εκατομμύρια δολάρια. Αλλά με κανένα τρόπο δεν ήθελα να ζήσω στην Αμερική. Παναγία μου.


Βέβαια από πολύ παλιά ο Έλληνες της ναυτιλίας ξενιτεύονται, τελικά όμως καταλήγανε στην πατρίδα τους. Εγώ δεν μπορούσα να ζήσω ποτέ μακριά από τον τόπο μου. Μου αρέσει να πάρω τους φίλους μου, να παίξω μια μπιρίμπα, να πάω σε ένα κουτούκι, να ακούσω ένα καλό τραγούδι, να δω ένα θέατρο και να θαυμάζω τα νιάτα που κατά τη γνώμη, είναι αδικημένα. Αυτή για μένα απλά, είναι η ζωή, έτσι τη βλέπω. Πηγαίνω από το Σάββατο σπίτι μου στην Εκάλη και γυρίζω τη Δευτέρα στο γραφείο. Η Εκάλη είναι ξεκούραση, δεν την αλλάζω. Θα πείτε θαλασσινός εσύ παίρνεις τα βουνά. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Έζησα και ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα όταν ήμουν νέος. Ταξίδευα με το καϊκι και με συνθήκες πρωτόγονες. Ερχόμαστε στον Πειραιά από την Καλαμάτα με πανιά και όχι με τη μηχανή. Μιλάμε για δραματικές συνθήκες δουλειάς. Εγώ λογικά έπρεπε να είχα πνιγεί εκατό φορές στον Κάβο Μαλλιά. Μου έλεγε ο μακαρίτης πατέρας μου, καπετάνιος που πέθανε νέος στα σαράντα τρία του, να προλάβω να εκμεταλλευθώ τα καλά της θάλασσας.


Αυτά όλα βέβαια, τότε, γιατί σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Ανεβαίνεις σε ένα καράβι και δεν πιστεύεις στα μάτια σου, όταν εσύ ταξιδεύοντας έσταζες θάλασσα ολόκληρος. Σαλόνια, τραπεζαρίες, καμπίνες μοναχικές ακόμη και πισίνες.


Η ναυτιλία είναι άλλη σήμερα, αυτό θέλω να μάθουν οι νέοι. Δεν έχει καμιά σχέση με τη ναυτιλία του χθες με τη ναυτιλία των πατεράδων τους.


Η ναυτιλία για τους νέους της Ελλάδας είναι το επάγγελμα του μέλλοντος .

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο!