Οι 14 προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες τα επόμενα χρόνια
Σειρά σημαντικών προκλήσεων για την περαιτέρω πορεία τους που δεν εξαντλούνται στην αντιμετώπιση των “κόκκινων” δανείων τους, αντιμετωπίζουν οι τράπεζες.
Πρόκειται για προκλήσεις που αποτελούν το “στοίχημα” της επόμενης μέρας για τις τράπεζες και για να κερδηθούν απαιτείται καταρχάς ένα περιβάλλον πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη κερδίσει το “στοίχημα” της κεφαλαιακής επάρκειας, η οποία βαίνει βελτιούμενη. Σύμφωνα με στοιχεία που παρατίθενται σε παρουσίαση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών για την πορεία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος (Στοιχεία Τεκμηρίωσης Σχετικά Με Τη Λειτουργία Του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος, Φεβρουάριος 2017), κατά τη διάρκεια του 2016, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε, ως αποτέλεσμα της επιστροφής τους σε κερδοφορία και της μείωσης του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού τους. Ειδικότερα,
Ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1 ratio) αυξήθηκε σε 18,1\% (Σεπτέμβριος 2016) από 17,8\% (Ιούνιος 2016),
Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (total capital ratio) ενισχύθηκε σε 18,2\% (Σεπτέμβριος 2016) από 18\% (Ιούνιος 2016).
Τον Σεπτέμβριο του 2016, ο fully loaded δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) ανήλθε στο 17\%.
Με αφετηρία την επάρκεια κεφαλαίων, ωστόσο, οι τράπεζες έχουν μπροστά τους σημαντικά θέματα να αντιμετωπίσουν, με προτεραιότητα την εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων μέσω της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στο σκέλος αυτό, οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους που είχαν τεθεί για τον Σεπτέμβριο του 2016 σε ό,τι αφορά τη μείωση του υπολοίπου των εντός ισολογισμού μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (106 δισ. ευρώ έναντι στόχου 106,9 δισ. ευρώ). Ο τελικός στόχος, ωστόσο, για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα 66,7 δις. ευρώ τον Δεκέμβριο 2019, μπαίνει από φέτος σε επιταχυνόμενη τροχιά και υπό τον στενό έλεγχο του SSM, με κορύφωση τη διετία 2018 – 2019.
Η επίλυση του προβλήματος των “κόκκινων” δανείων αποτελεί προϋπόθεση για τη δεύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες: την εξεύρεση τρόπων για την επανεκκίνηση της επενδυτικής διαδικασίας και την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Πέραν των δύο αυτών βασικών προκλήσεων, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν επίσης μία σειρά ζητημάτων. Πρόκειται συγκεκριμένα για:
– τη συνέχιση της πορείας μείωσης της εξάρτησής τους από τις κρατικές ενισχύσεις σε κεφάλαια και από το Ευρωσύστημα σε ρευστότητα μέχρι την αποπληρωμή τους και τον μηδενισμό της αντίστοιχα,
– τη συνεπή υλοποίηση και εφαρμογή των σχεδίων αναδιάρθρωσης (restructuring plans),
– την αύξηση του ρυθμού επιστροφής των καταθέσεων, επικεντρώνοντας τις προσπάθειες στα μετρητά εντός Ελλάδας, τα οποία βρίσκονται εκτός συστήματος, και στις καταθέσεις εξωτερικού με αρνητικές αποδόσεις,
– τη ρύθμιση του θέματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι οποίες θεωρούνται από τις εποπτικές αρχές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και από τις αγορές, ως χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαια, καθώς η ανακτησιμότητά τους αποτελεί συνάρτηση της κερδοφορίας των τραπεζών,
– το διεθνές λογιστικό πρότυπο IFRS 9, το οποίο θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2018 και θα αντικαταστήσει το μοντέλο πραγματοποιηθεισών ζημιών (incurred loss model) με το μοντέλο αναμενόμενων ζημιών (expected loss model), οδηγώντας τις τράπεζες σε υψηλότερες προβλέψεις με τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται για την κεφαλαιακή τους επάρκεια,
– την καθιέρωση της “ελάχιστης απαίτησης για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις”, γνωστή ως MREL, μέσω της οποίας επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες έχουν επαρκείς υποχρεώσεις με δυνατότητα απορρόφησης ζημιών σε περίπτωση εξυγίανσης (resolution), προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τραπεζικές κρίσεις στο μέλλον, να διατηρείται η τραπεζική σταθερότητα και να ελαχιστοποιείται η επιβάρυνση των φορολογουμένων.
Η νέα απαίτηση MREL συνεπάγεται την ανάγκη έκδοσης από τις τράπεζες νέων επιλέξιμων υποχρεώσεων, κυρίως senior bonds, με κόστος, το οποίο οι τράπεζες θα πρέπει να ενσωματώσουν στο επιχειρηματικό τους μοντέλο.
– τις νέες τεχνολογίες που θα αλλάξουν ριζικά το τραπεζικό σύστημα, τόσο σε ό,τι αφορά την παροχή υπηρεσιών προς τους πελάτες των τραπεζών, όσο και σε σχέση με την εισαγωγή νέων επιχειρηματικών μοντέλων τα οποία θα συμπληρώσουν ή, ενδεχομένως, και θα υποκαταστήσουν πλήρως την παραδοσιακή τραπεζική,
– την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία από την πλευρά των πολιτών, από τις αγορές και από τους εταίρους της χώρας,
– τη θετική πιστωτική επέκταση, η οποία αν και αποτελεί αναγκαία συνθήκη βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, θα ακολουθήσει και δεν θα προηγηθεί της οικονομικής ανάκαμψης,
– στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, οι αλλαγές στη μετοχική σύνθεση των ελληνικών τραπεζών, μετά τις πρόσφατες ανακεφαλαιοποιήσεις, με τους ξένους θεσμικούς επενδυτές να κατέχουν σημαντικά μετοχικά ποσοστά, καθώς και οι πρόσφατες τροποποιήσεις νομικού και εποπτικού χαρακτήρα, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών και αποτελούν άλλη μία πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, και τέλος,
– την περαιτέρω επέκταση της μετοχικής βάσης σε ιδιώτες επενδυτές, σε ξένα χαρτοφυλάκια αλλά και σε ελληνικά, των οποίων η συμμετοχή μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω των ανακεφαλαιοποιήσεων.
πηγή:www.capital.gr