Η Ρωσική γεωστρατηγική ναυτική πολιτική στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο, μια ευρύτερη περιφερειακή πρόκληση.
Του Κώστα Κύπριου*
Η ναυτική στρατηγική της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο είναι υψίστης σημασίας για τις ευρύτερες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της και αντανακλά ένα μείγμα ιστορικών αναγκών, σύγχρονων στρατηγικών συμφερόντων και αυτό που η Ρωσία βλέπει ως απαντήσεις στις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες δυναμικές. Το ενδιαφέρον της Μόσχας για αυτές τις περιοχές προέρχεται από τη στρατηγική τους τοποθεσία, την οικονομική τους σημασία και τον ρόλο τους ως πύλες για την προβολή ισχύος πέρα από τις θάλασσες που γειτνιάζουν με τη Ρωσία όπως και για την αποτροπή οποιουδήποτε αντιπάλου να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτές. Οι φιλοδοξίες της Ρωσίας αποτελούν μέρος μιας γενικής στρατηγικής αναβίωσης της ναυτικής της ισχύος ώστε να ξαναγίνει η δεύτερη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη όπως ήταν και κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Μια θέση που δεν μπορεί να επιτευχθεί λόγω εσωτερικών περιορισμών. Παρ’ όλα αυτά, έχει υιοθετηθεί μία ανώτερη στρατηγική με δύο πυλώνες αντιλήψεων. Ο πρώτος στοχεύει στην δημιουργία μιας πολύ-επίπεδης αμυντικής βάσης ενώ έμφαση δίνεται στον επιθετικό υποβρυχιακό πόλεμο στον Βόρειο Ατλαντικό. Ένας πυλώνας σύμφωνος με την αντίληψη που είχε αναπτύξει ο ναύαρχος Γκορσκόφ κατά τη Σοβιετική εποχή. Ο δεύτερος στοχεύει στην ανάπτυξη πλατφόρμων Άρνησης Πρόσβασης με δυνατότητες να επιβάλουν αυτήν την αντίληψη στην Μαύρη Θάλασσα, τη Βαλτική Θάλασσα και τη Μεσόγειο[i].
Η Μαύρη Θάλασσα ιστορικά έχει υπήρξει θεμέλιος λίθος της Ρωσικής ναυτικής ισχύος. Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, η Ρωσία επιδίωξε την πρόσβαση σε λιμένες θερμών υδάτων για να διασφαλίσει ναυτικές επιχειρήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, κορυφαία στιγμή της οποίας ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας το 1783. Ο έλεγχος της Κριμαίας παρείχε στη Ρωσία μια στρατηγική βάση στη Μαύρη Θάλασσα, επιτρέποντάς της να ασκεί επιρροή στη Μεσόγειο, αν και περιορισμένη λόγω ελέγχου των στενών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η προσάρτηση της όμως υπήρξε η επιτομή τριών αιώνων Ρωσικής πολιτικής που επιδίωκε τον έλεγχο στις Θάλασσες του Αζόφ, της Κασπίας και της Μαύρης Θάλασσας. Περιοχές που τώρα θεωρούνται κοινός χώρος[ii]. Η Σοβιετική Ένωση επεκτάθηκε πάνω σε αυτή τη ναυτική παράδοση, εδραιώνοντας περαιτέρω μια σημαντική παρουσία στη Μεσόγειο μέσω της Πέμπτης Επιχειρησιακής Μοίρας, αν και και πάλι αντιμετώπισε τους ίδιους περιορισμούς στην πρόσβαση λόγω της Τουρκίας αυτή τη φορά. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ναυτική επιρροή της Ρωσίας μειώθηκε, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε παρατηρήσει μια αναγέννηση καθώς η Μόσχα επιδιώκει να αναδειχθεί ξανά ως παγκόσμια ναυτική δύναμη.
Η Στρατηγική διάσταση
Η στρατηγική αντίληψη που έχει υιοθετήσει η Μόσχα στη Μαύρη Θάλασσα και στη Ανατολική Μεσόγειο είναι αυτή των Γάλλων κατά τη διάρκεια του τέλους του 19ου αιώνα. Αντιμέτωπη με μια ανερχόμενη Ιταλική δύναμη και την κυριαρχία του Βασιλικού Ναυτικού στις θάλασσες, το Γαλλικό Ναυτικό επιδίωξε να αναχαιτίσει την βρετανική κυριαρχία με επιδρομές στη βρετανική γραμμή θαλάσσιων επικοινωνιών – Sea Lines Of Communications (SLOC) – προκειμένου να αυξήσει το κόστος της θαλάσσιας μεταφοράς. Ταυτόχρονα, οι Γαλλικές αποικίες προστατεύονταν από επάκτιες οχυρώσεις και τορπιλοβόλα[iii]. Κατά αυτόν τον τρόπο, η αντίληψη πρόβλεπε ότι ο εχθρός του Γαλλικού Ναυτικού στην Μεσόγειο, οι Ιταλοί, θα καταστρεφόντουσαν στις ναυτικές τους βάσεις, ενώ ο ισχυρότερος, το Βασιλικό Ναυτικό, θα αντιμετωπιζόταν με ασύμμετρο πόλεμο.
Στη Μαύρη Θάλασσα λοιπόν, η κυριαρχία της Ρωσίας βασίζεται πλέον στη βάση της στη Σεβαστούπολη, στην Κριμαία, που λειτουργεί ως το στρατηγικό κέντρο του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 ενίσχυσε την ικανότητα της Μόσχας να προβάλλει δύναμη στην περιοχή και να αμφισβητεί την παρουσία του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Της έδωσε τη δυνατότητα να ενεργήσει από το κεντρικό σημείο της Μαύρης Θάλασσας, όπου βρίσκεται η Κριμαία, αναβαθμίζοντας τις επιθετικές ικανότητες όλων των όπλων της καθώς και τις λογιστικές τους ικανότητες και τις ικανότητες συλλογής πληροφορίων. Επιπλέον, επιτρέπει τη χρήση της πρώην Σοβιετικής υποδομής, των εγκαταστάσεων συντήρησης και ναυπηγείων, ενώ έχει μειώσει την ακτογραμμή της Ουκρανίας και έχει δώσει στη Μόσχα τη δυνατότητα να την ελέγχει αποτρέποντας την πρόσβαση του Κιέβου στην ανοικτή θάλασσα[iv].
Η απόκτηση της Κριμαίας είναι η επιτομή μιας στρατηγικής να επαναβεβαιωθεί η Ρωσία ως η κυρίαρχη δύναμη στη Μαύρη Θάλασσα που ξεκίνησε με την παρέμβαση στη Γεωργία το 2008 και τις αμφίβιες αποβάσεις στην Αμπχαζία[v]. Με αυτόν τον τρόπο, η Μόσχα επιδιώκει να ελέγξει τις κρίσιμες θαλάσσιες οδούς της Μαύρης Θάλασσας, καθώς είναι υψίστης σημασίας όσον αφορά την μεταφορά ενέργεια, την εξαγωγή τροφίμων και του εμπορίου. Με την κυριαρχία σε αυτό το χώρο, η Ρωσία σκοπεύει λοιπόν να επηρεάσει το περιφερειακό εμπόριο και τους διαδρόμους μεταφοράς ενέργειας. Η αντίσταση στην επέκταση του ΝΑΤΟ είναι μία ακόμα πτυχή της Ρωσικής ναυτικής πολιτικής. Η Μόσχα θεωρεί τις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα ως άμεση απειλή και έχει απαντήσει με στρατιωτική αναβάθμιση της παρουσίας της στην περιοχή που περιλαμβάνει την ανάπτυξη προηγμένων συστημάτων πυραύλων και τη διεξαγωγή τακτικών ναυτικών ασκήσεων, ενώ κορύφωση αυτής της πολιτικής είναι η εισβολή στην Ουκρανία. Περαιτέρω, η Ρωσία σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει το ναυτικό της για να υποστηρίξει περιφερειακούς συμμάχους, ενισχύοντας φιλικές κυβερνήσεις και αυτονομιστικά κινήματα, όπως έκανε στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία. Τα οφέλη αυτής της πολιτικής υλοποιούνται ήδη σε πρώην περιοχές της Γεωργίας, όπου η αυτονομιστική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει να επιτρέψει την κατασκευή μιας στρατιωτικής βάσης στο Ότσαμπτσιρε[vi]. Μιας βάσης που θα αυξήσει την προβολή ισχύος του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στην περιοχή.
Αυτές οι ενέργειες θεωρούνται ως απάντηση στην επέκταση του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η είσοδος της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στο ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του πέμπτου γύρου επέκτασης της Οργάνωσης το 2004 αμφισβήτησε την απόλυτη κυριαρχία που είχε η Ρωσία στη Μαύρη Θάλασσα από τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1854 και μετά. Η πιθανότητα το ΝΑΤΟ να ενσωματώσει τη Γεωργία και την Ουκρανία, όπως είχε δηλωθεί κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, θα είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αλλαγή των στρατηγικών διαστάσεων στη Μαύρη Θάλασσα, αφήνοντας τη Ρωσία με μια μικρή ακτή ανάμεσα στην χερσόνησο του Τάμαν απέναντι από την Κριμαία και τον Βόρειο Καύκασο, ενώ το ΝΑΤΟ θα περιέκλειε τη Μαύρη Θάλασσα[vii].
Ως αποτέλεσμα, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Μαύρη Θάλασσα έχει κρίσιμη σημασία για τη Ρωσική στρατηγική σκέψη, λειτουργώντας τόσο ως γεωπολιτική οχυρωμένη βάση όσο και ως ζωτική ναυτική αρτηρία για το εμπόριο και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η Ρωσία έχει εντείνει την ναυτική της πολιτική στην περιοχή, επιδιώκοντας να ενισχύσει την επιρροή της και να αντισταθεί σε ότι αντιλαμβάνεται ως απειλή από το ΝΑΤΟ και τα γειτονικά κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο, η δύναμη του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας έχει αυξηθεί από το 2014 με την απόκτηση τριών φρεγατών, έξι επιθετικών υποβρυχίων, είκοσι κορβέτων και αρκετών μικρότερων μονάδων όπως πλοία περιπολίας και ταχέα περιπολικά κατευθυνόμενων πυραύλων, όλα ικανά παρά το μέγεθός τους, να μεταφέρουν μεγάλο αριθμό μακρού βεληνεκούς πυραυλικών συστημάτων[viii]. Η ενίσχυση του στόλου δεν είναι η μόνη δράση της Ρωσικής ναυτικής πολιτικής στην περιοχή. Έχουν τοποθετηθεί συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς όπως τα S 400 με εμβέλεια 400 χιλιομέτρων και πυραυλικά συστήματα επιφανείας/επιφανείας όπως τα K 300 P Bastion με εμβέλεια 300 χιλιομέτρων στην Κριμαία. Αυτά σε συνδυασμό με μονάδες επιφανείας πυραύλων μέσου και μικρού μεγέθους σχεδιάζεται η δημιουργία ενός δικτύου Anti-Access and Area Denial (A2/AD)- Άρνησης Πρόσβασης και Άρνησης Περιοχής- που θα αποτρέψει οποιονδήποτε αντίπαλο από το να διεισδύσει στην περιοχή[ix].
Ωστόσο, ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας, και ειδικά της Κριμαίας και της Θάλασσας του Αζόφ, έχει μια επιπλέον διάσταση ιδιαίτερα σημαντική στη Ρωσική ανώτερη στρατηγική. Αυτή είναι η αξιοποίηση των εσωτερικών υδάτων για τη μεταφορά ναυτικών μονάδων από μια περιοχή σε άλλη. Η Σοβιετική Ένωση, μια αχανής έκταση εδάφους που εκτεινόταν σε δύο ηπείρους, διέθετε ένα τεράστιο δίκτυο ποταμών, λιμνών και καναλιών που σχημάτιζε ένα από τα πιο σημαντικά συστήματα εσωτερικών επικοινωνιών στον κόσμο. Αυτές οι υδάτινες οδοί έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στο οικονομικό πλαίσιο της χώρας, διευκολύνοντας τη μεταφορά αγαθών, ενισχύοντας το εμπόριο και συνδέοντας απομακρυσμένες περιοχές με βιομηχανικά κέντρα. Το 1939 πραγματοποιήθηκε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα διασύνδεσης μέσω υδάτινων διαδρομών και καναλιών της Λευκής Θάλασσας, της Μαύρης Θάλασσας, της Βαλτικής και της Κασπίας[x]. Σε αυτό το δίκτυο, τα δύο πιο σημαντικά ήταν ο ποταμός Βόλγας και το κανάλι Λευκής Θάλασσας – Βαλτικής. Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος ποταμός στην Ευρώπη, χρησίμευε ως κύρια διαδρομή μεταφοράς που συνέδεε τις εσωτερικές περιοχές με τη Θάλασσα της Κασπίας. Η κατασκευή του καναλιού Βόλγα-Ντον στα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνέδεσε τον ποταμό Βόλγα με τον ποταμό Ντον, ενοποιώντας ακόμη περισσότερο τις διαδρομές εμπορίου και εσωτερικής επικοινωνίας. Το κανάλι Λευκής Θάλασσας – Βαλτικής, που ολοκληρώθηκε στα αρχές της δεκαετίας του 1930, ήταν ένα φιλόδοξο έργο που συνέδεε τις δύο θάλασσες, προάγοντας τις ναυτικές εμπορικές διαδρομές και ενισχύοντας τις δυνατότητες μετακίνησης ναυτικών μονάδων.
Το εκτενές δίκτυο ποταμών της ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένων των Βόλγα, Δνείπερου και Ντον, παρείχε μοναδικές ευκαιρίες και αλλά και εμπόδια για τη μετακίνηση ναυτικών δυνάμεων. Κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, ο Βόρειος Στόλος που είχε βάση στην Αρκτική, ο Βαλτικός Στόλος, ο Στόλος της Μαύρης Θάλασσας και ο Ειρηνικός Στόλος είχαν διακριτές επιχειρησιακές περιοχές που απαιτούσαν αποτελεσματική λογιστική υποστήριξη. Τα ποτάμια συστήματα της ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα ο Βόλγας και οι παραπόταμοί του, έγιναν κρίσιμες αρτηρίες για τη μετακίνηση ναυτικών δυνάμεων, υποστηρίζοντας τόσο τις ασκήσεις όσο και τις πολεμικές επιχειρήσεις. Η μετακίνηση ναυτικών μονάδων κατά μήκος των ποταμών περιελάβανε πολυδιάστατες δυνατότητες. Για παράδειγμα, οι μονάδες που μεταφέρονταν με ποτάμι μπορούσαν να αποβιβαστούν γρήγορα σε σιδηροδρομικά ή οδικά δίκτυα για ταχεία ανάπτυξη και το αντίστροφο, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου η οδική υποδομή υποστήριζε κορεσμένη στρατιωτική κυκλοφορία. Περαιτέρω, ποτάμιοι λιμένες δημιουργήθηκαν και αναβαθμίστηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες των ναυτικών μονάδων.
Οι εγκαταστάσεις σε λιμένες όπως το Αστραχάν, το Τογκλιατί και το Βόλγκογκραντ επέτρεπαν την αποτελεσματική φόρτωση, εκφόρτωση φορτίων καθώς και την συντήρηση των ναυτικών μέσων, παρέχοντας βάσεις από τις οποίες αυτές οι μονάδες μπορούν να επιχειρούν ή να συμμετάσχουν σε ασκήσεις. Μάλιστα η Ρωσία εξετάζει επί του παρόντος την επέκταση του βάθους των ποτάμιων αυτών οδών σε ολόκληρη τη χώρα στα 4,5 μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο η μετακίνηση ναυτικών δυνάμεων[xi]. Ωστόσο, η μεταφορά ναυτικών μονάδων μέσω του ποτάμιου συστήματος ήταν γεμάτη προκλήσεις. Οι εποχιακές μεταβολές, όπως το πάγωμα των ποταμών κατά τον χειμώνα ή οι καλοκαιρινές ξηρασίες, παρουσίαζαν σημαντικά εμπόδια. Το κανάλι Λευκής Θάλασσας – Βαλτικής παγώνει κατά την διάρκεια του χειμώνα όπως και οι λίμνες που χρησιμοποιούνται για την σύνδεση τους. Η Σοβιετική Ένωση διέθετε ένα μεγάλο στόλο από ποτάμια παγοθραυστικά, ένα στόλο που έχει κληρονομήσει και διατηρεί και η Ρωσία. Ως αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα πλοία μπορούν υπό κάποιες προϋποθέσεις να διατηρούν αυτούς τους διαδρόμους ανοιχτούς και τον χειμώνα. Οι Σοβιετικές Ένοπλες δυνάμεις έπρεπε να λάβουν υπόψη τα μεταβαλλόμενα επίπεδα του νερού και τις περιβαλλοντικές συνθήκες κατά τον προγραμματισμό της μεταφοράς, οδηγώντας στην ανάπτυξη πιο ανθεκτικών σκαφών και λογιστικών στρατηγικών. Η ικανότητα μεταφοράς ναυτικών δυνάμεων μέσω ποτάμιων διαδρομών ήταν ιδιαίτερα προκλητική για τη στρατηγική του Σοβιετικού ναυτικού. Ωστόσο, του επέτρεπε τη άμεση επανατοποθέτηση ναυτικών μονάδων, αν και με ορισμένους περιορισμούς, ενισχύοντας την ικανότητα της ΕΣΣΔ να προβάλλει ισχύ στη ξηρά και σε γειτονικές περιοχές. Αυτή η ικανότητα υποστήριξε την ίδρυση μιας ισχυρής ναυτικής παρουσίας σε στρατηγικές υδάτινες οδούς και συνέβαλε στην άμυνα των τεράστιων συνόρων της.
Αυτό το δίκτυο έχει κληρονομηθεί από τη Ρωσία, η οποία επιδιώκει όχι μόνο να το διατηρήσει, αλλά όπως σημειώθηκε, να το επεκτείνει και να το αξιοποιήσει. Ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη μετακίνηση ναυτικών δυνάμεων σε μια εσωτερική γραμμή επικοινωνίας που διευκολύνει την μεταφορά τους μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου, της Βαλτικής και της Λευκής Θάλασσας στην Αρκτική. Το δίκτυο ονομάζεται Ενωμένο Σύστημα Βαθιάς Θάλασσας – United Deep Water System (UDWS) – και με βάθος 4 έως 4,5 μέτρων επιτρέπει τη χρήση του από πολεμικά πλοία έως 5.000 τόνους, δηλαδή πλοία του μεγέθους κορβέτας και φρεγάτας που ναυπηγεί το Ρωσικό Ναυτικό, ενώ μπορεί επίσης να επιτρέψει τη χρήση του από αναδυόμενα υποβρύχια[xii] όπως τα υποβρύχια κλάσης Kilo. Ποιο συγκεκριμένα, από τα αρχικά στάδια του πολέμου στην Ουκρανία, το Ρωσικό ναυτικό της Μαύρης Θάλασσας ενισχύθηκε με μονάδες που μεταφέρθηκαν από τον Στόλο της Κασπίας[xiii]. Η τελευταία αποτελείται από 27 μονάδες, που περιλαμβάνουν κορβέτες, αποβατικά πλοία και ναρκαλιευτικά. Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη λοιπόν το ότι ο Πρόεδρος Πούτιν έχει εκδώσει δήλωση περιγράφοντας τη ‘λεκάνη των θαλασσών Αζόφ και Μαύρης ως ενιαίο χώρο’ και ότι τα κυριαρχικά και διεθνή δικαιώματα της Ρωσίας στην περιοχή θα πρέπει να θεωρούνται ως διαχρονικό καθήκον της ναυτικής πολιτικής της Ρωσίας[xiv].
Με την απόκτηση της Κριμαίας λοιπόν, η Ρωσία έχει επιπλέον πετύχει την εξασφάλιση της γραμμής επικοινωνιών, SLOC, μεταξύ της Θάλασσας του Αζόφ και της Μαύρης Θάλασσας, η οποία αμφισβητούνταν από τον έλεγχο μέρους των στενών από την Ουκρανία, ενώ με την προσάρτηση των παράκτιων περιοχών που είχε η Ουκρανία στη Θάλασσα του Αζόφ, εξασφαλίζει από οποιαδήποτε απειλή την έξοδο του UDWS καθώς και τη συνέχεια του προς τις ανοιχτές περιοχές της Μαύρης Θάλασσας. Έτσι, ναυτικές μονάδες από τη Βαλτική, τον Καύκασο και τη Ρωσική Ατλαντική ναυτική δύναμη μπορούν τώρα να μετακινούνται στη Μαύρη Θάλασσα ανενόχλητες όταν χρειάζεται, και να επιστρέφουν στη βάση τους όταν δεν υπάρχει η ανάγκη. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία παρακάμπτει σε κάποιο βαθμό τη διαδρομή που ελέγχει το ΝΑΤΟ, από τον Βόρειο Ατλαντικό έως τα Στενά του Γιβραλτάρ και την Μεσόγειο, και μικραίνει τη διάρκεια του ταξιδιού. Επιπλέον επιτρέπει στον στόλο της Βαλτικής που είναι σχεδόν αποκλεισμένος στα λιμάνια του από τις Νατοϊκές χώρες, με λίγες κύριες μονάδες επιφανείας μικρού μεγέθους, στο να αποσυρθεί στην Λευκή ή στην Μαύρη Θάλασσα προκειμένου να αποφύγει τον αποκλεισμό του και την καταστροφή του. Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η Ρωσία έχει δώσει έμφαση σε μεσαίες και μικρές ναυτικές μονάδες κάτω από 5.000 τόνους εξοπλισμένες με μακρού βεληνεκούς βλήματα, η σημασία του UDWS και ο έλεγχος της πρόσβασης σε αυτό είναι ιδιαίτερης βαρύτητας.
Όσον αφορά τη Μεσόγειο, η Ρωσική ναυτική στρατηγική είναι μια συνέχεια της στρατηγικής της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα. Η Ρωσία βλέπει τη Μεσόγειο με πολλούς τρόπους, ένας από τους οποίους είναι ότι την θεωρεί ως προωθημένη περιοχή άμυνας. Ο δεύτερος βλέπει την Μαύρη και την Κασπία θάλασσα ως διαδρομές προς αυτήν και κανάλια που μέσω της Μεσογείου θα προβάλλουν δύναμη στις εφαπτόμενες περιοχές, με έμφαση στην Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική[xv]. Ανακεφαλαιώνοντας, η Ρωσία επιδιώκει με την ανάπτυξη ναυτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο να ενισχύσει την ασφάλειά της, ενώ ταυτόχρονα να παρουσιαστεί ως μια εναλλακτική δύναμη έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών[xvi]. Επιπλέον, η Μεσόγειος θεωρείται από τη Μόσχα ως ένας κοινός χώρος που περιλαμβάνει την Ευρώπη, την Αφρική και την Μέση Ανατολή, στον οποίο, εκτός από την άσκηση επιρροής με τη ναυτική της παρουσία, προσβλέπει και στο να προβάλλει έναν ορισμένο έλεγχο σε κρίσιμα σημεία όπως η Διώρυγα του Σουέζ και το Στενό του Γιβραλτάρ[xvii].
Με την συγκρότηση μιας μόνιμης ναυτικής δύναμης στην περιοχή, επιδιώκει την εποπτεία των οδών διέλευσης προς τη Μαύρη Θάλασσα, και κατά συνέπεια προς τη Ρωσία, καθώς και να εντάξει τις γειτονικές χώρες στο σύστημα συμμαχιών της. Μια προσπάθεια που είχε στόχο την Αίγυπτο και την Κύπρο με μικτά αποτελέσματα. Η εμπλοκή της στο Λιβυκό εμφύλιο πόλεμο είναι μέρος αυτής της πολιτικής και αποσκοπεί στην εξασφάλιση μιας βάσης που θα εξυπηρετήσει τις επιχειρήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο ενώ θα τις επεκτείνει περαιτέρω στο κεντρικό και δυτικό μέρος της θάλασσας[xviii]. Μια προσπάθεια που αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της κατάρρευσης του καθεστώτος Άσαντ και της πιθανότητας απώλειας της μοναδικής βάσης της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη λοιπόν ότι οι προμήθειες όπλων προς τον Τομπρούκ είναι σε αυξανόμενη βάση, όπως και το Ρωσικό προσωπικό που διαμένει στη Λιβύη. Στο όλο επιχείρημα πρέπει επίσης να προσθέσουμε την παρουσία του Σώματος της Αφρικής, μιας Ρωσικής παραστρατιωτικής ομάδας παρόμοιας με τη μονάδα Wagner[xix], σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τους συμμάχους της Ρωσίας στη χώρα.
Συνεπώς, η υποστήριξη των συμμάχων της στη Μέση Ανατολή είναι ένας ακόμη στόχος της Ρωσικής ναυτικής παρουσίας και έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην στρατιωτική παρέμβασή της στη Συρία, όπου υποστήριξε το καθεστώς Άσαντ. Οι ναυτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας στη Μεσόγειο έχουν επίσης ενισχύσει τη ευρύτερη στρατηγική της που σκοπεύει στην εξασφάλιση συμμαχιών με βασικές περιφερειακές δυνάμεις όπως η Αίγυπτος και η Αλγερία. Τέλος, όπως και με την ναυτική της πολιτική στη Μαύρη Θάλασσα, το ΝΑΤΟ είναι μία ακόμη προτεραιότητα στη Ρωσική στρατηγική σκέψη. Στην προκειμένη περίπτωση θεωρεί ότι με την παρουσία της αμφισβητεί την Δυτική Κυριαρχία επιβεβαιώνοντας την επιρροή της στη Μεσόγειο, ενώ οι ναυτικές ασκήσεις σηματοδοτούν την ικανότητά της να επιχειρεί στην περιοχή όπως και πέρα από αυτήν. Το κύριο μέσο άσκησης της συγκεκριμένης πολιτικής στη Μεσόγειο είναι ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας[xx]. Ιδιαίτερα κατά τη Ρωσική εμπλοκή του 2015 στη Συρία, ο στόλος ανέλαβε τον κύριο ρόλο της παροχής εφοδίων, ενώ αργότερα έγινε γνωστό ως «Συριακό Εξπρές». περαιτέρω τουλάχιστον τέσσερα υποβρύχια της κλάσης Kilo αναπτύχθηκαν στο χώρο, κάνοντας επίσης χρήση των πυραύλους τους[xxi]. Κατά αυτόν τον τρόπο λοιπόν, ο έλεγχος της Κριμαίας και της Θάλασσας του Αζόφ επιτρέπει στη Ρωσία όχι μόνο να ενισχύσει τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας αλλά ουσιαστικά και την παρουσία της στη Μεσόγειο. Αν και οι μεγάλες μονάδες εξακολουθούν να πρέπει να κάνουν το μακρύ ταξίδι γύρω από την Νατοϊκή ελεγχόμενη ακτογραμμή της Ευρώπης.
Υπό το πρίσμα της αδυναμίας της να δράσει στον Βόρειο Ατλαντικό στην έκταση που το έκανε η Σοβιετική Ένωση, η Ρωσία έχει επενδύσει σημαντικά στο να εκσυγχρονίσει τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας και ως συνέπεια της Μεσογειακής της ναυτικής δύναμης της. Έμφαση έχει δοθεί στην ενσωμάτωση των πυραύλων κρουζ Kalibr, οι οποίοι έχουν ενισχύσει την ικανότητα της Ρωσίας να πλήττει στόχους σε μεγάλες αποστάσεις. Στο πρόγραμμα αναβάθμισης των υποβρυχίων, όπως η κατασκευή των υποβρυχίων κλάσης Varshavyanka (βελτιωμένη κλάση Kilo), και στην επένδυση σε συστήματα A2/AD (Anti-Access/Area Denial) με την ανάπτυξη προηγμένων συστημάτων αεράμυνας και πυραύλων στην Κριμαία και μέχρι πρόσφατα στη Συρία. Στόχος είναι να επεκταθούν οι ικανότητες της Ρωσίας να αρνείται στους αντιπάλους της ελευθερία κινήσεων. Η Μόσχα όπως σημειώθηκε βλέπει τον εαυτό της σε μια παρόμοια κατάσταση με αυτή της Γαλλίας στο τέλος του 19ου αιώνα, καθώς αντιμετωπίζει προκλήσεις σε πολλαπλά θαλάσσια μέτωπα ενώ θεωρεί ως απειλή τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, μια απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Ωστόσο, λόγω περιορισμών σε πόρους και εγκαταστάσεις, δεν διαθέτει τις ίδιες ικανότητες όπως κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και πρέπει να εφαρμόσει άλλους τρόπους. Για να επιτύχει και να διατηρήσει την παγκόσμια προβολή που επιθυμεί, πρέπει να ελέγξει τις εγγύς θάλασσες, και έτσι εφαρμόζεται ένα δόγμα Άρνησης Θάλασσας που επηρεάζεται από την Jeune École[xxii]. Τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα αυτής της αντίληψης είναι οι στόλοι της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας.
Αντίστοιχα λοιπόν η Ρωσική στρατιωτική σκέψη έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη των χερσαίων πυραύλων επιφανείας/επιφανείας, ενώ αναβαθμίζει την αεροπορία της για να μεταφέρει νέας γενιάς αντιπλοικούς πυραύλους με σκοπό να τους αναπτύξει στη Μαύρη Θάλασσα. Στόχος της είναι να δημιουργήσει ένα εκτενές δίκτυο δυνατοτήτων Άρνησης Θάλασσας, επιβάλλοντας την έννοια αυτή και επεκτείνοντάς την στη Μεσόγειο. Ωστόσο, περιορισμοί στην ανάπτυξη των Ρωσικών ναυτικών δυνάμεων επιβάλλονται από τη Σύμβαση του Μοντρέ όσον αφορά την διέλευση πλοίων από τα στενά, όπως και από την υφιστάμενη αβεβαιότητα σχετικά με την διάθεση ναυτικών εγκαταστάσεων και λογιστικής υποστήριξης στη Μεσόγειο. Η Συνθήκη του Μοντρέ όντως επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στις ενέργειες της Ρωσίας σχετικά με τις επιθυμίες της στη Μεσόγειο, ωστόσο δεν εμποδίζει τα πλοία της Μαύρης Θάλασσας να διέρχονται στη Μεσόγειο ενώ η Ρωσία βρίσκεται σε ειρήνη, και υποχρεώνει να τους επιτρέπεται η επιστροφή στις βάσεις τους αν η Ρωσία βρίσκεται σε πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, επιβάλλει περιορισμούς στις μη παράκτιες χώρες της Μαύρης Θάλασσας, επιτρέποντας τους μέγιστο συνολικό εκτόπισμα 45.000 τόνων και διάρκεια παραμονής έως 21 ημερών.
Εν κατακλείδι
Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία άλλαξε σημαντικά την στρατηγική κατάσταση στη Μαύρη Θάλασσα. Η Σεβαστούπολη, η οποία φιλοξενεί το Στόλο της Μαύρης Θάλασσας, παρέχει ένα λιμάνι ελεύθερο από τους πάγους όλη τη διάρκεια του έτους και χρησιμεύει ως η κύρια βάση των ναυτικών επιχειρήσεων της Ρωσίας στην περιοχή. Η στρατιωτικοποίηση της Κριμαίας περιλάμβανε την ανάπτυξη προηγμένων συστημάτων πυραύλων, όπως οι χερσαίοι πύραυλοι επιφανείας/επιφανείας Bastion-P και μονάδες αεράμυνας, ενώ η Ρωσία έχει δώσει προτεραιότητα στην αναβάθμιση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, αντικαθιστώντας παλαιά πλοία της Σοβιετικής εποχής με προηγμένες φρεγάτες, κορβέτες και υποβρύχια, όλα εξοπλισμένα με πυραύλους κρουζ. Αυτές οι σύγχρονες πλατφόρμες ενισχύουν την ικανότητα της Ρωσίας για επιθέσεις ακριβείας, επιχειρήσεις Άρνησης Πρόσβασης/Άρνησης Περιοχής (A2/AD) και προβολή δύναμης σε εγγύς θάλασσες. Επιπλέον, η Μαύρη Θάλασσα είναι ένας κρίσιμος κόμβος για υποδομές ενέργειας, περιλαμβάνοντας αγωγούς και θαλάσσιους πόρους. Η Ρωσία έχει προσπαθήσει να επιβάλει κυριαρχία σε αυτόν τον χώρο ερχόμενη σε ευθεία αντιπαράθεση με την Ουκρανία και άλλες παράκτιες χώρες. Η κατάληψη θαλάσσιων ζωνών στην Κριμαία επέτρεψε στη Ρωσία να διεκδικήσει εκτενείς αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, εδραιώνοντας περαιτέρω την ενεργειακή της επιρροή.
Στον αντίποδα όμως, κατά την διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, η τελευταία κατάφερε να επιτύχει μερικές συντριπτικές ήττες στο Ρωσικό ναυτικό, χρησιμοποιώντας τις δικές της τακτικές Άρνησης Περιοχής. Η βύθιση του καταδρομικού Μόσχβα από πυραύλους επιφανείας/επιφάνειας όπως και άλλων μονάδων του Ρωσικού ναυτικού σε παρόμοιες επιθέσεις συμπεριλαμβανόμενων και αυτών που περιλαμβάνουν Μη Επανδρωμένα Επιφανειακά Σκάφη (USVs), οδήγησε στην αποχώρηση του Ρωσικού Ναυτικού από τη δυτική πλευρά της Μαύρης Θάλασσας[xxiii]. Ωστόσο, αυτές οι επιτυχίες δεν έχουν αλλάξει την υφιστάμενη κατάσταση, καθώς το δόγμα της Ρωσίας στην περιοχή βασίζεται στην Άρνηση Θάλασσας με τη χρήση πυραύλων μεγάλης εμβέλειας από χερσαίες, θαλάσσιες και αεροπορικές μονάδες και όχι στη φυσική παρουσία του Ρωσικού ναυτικού κατά μήκος της Ουκρανικής ακτογραμμής. Επιπλέον, ο Ρωσικός στόλος υποβρυχίων έχει παραμείνει αλώβητος λόγω της έλλειψης σχετικών μέσων από την Ουκρανία για την αντιμετώπισή του. Σε κάθε περίπτωση, η Ουκρανική δράση έχει αποδειχτεί πρόκληση για την Ρωσική κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα.
Ωστόσο, η επίδραση των κυρώσεων λόγω των Ρωσικών ενεργειών είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Για να ξεκινήσουμε, η Ρωσική βιομηχανία έχει χάσει την πρόσβαση σε Δυτική τεχνολογία, γεγονός που οδήγησε σε αναστολή πολλών έργων. Ηλεκτρονικά, εργαλεία μηχανών και άλλα υλικά που παλαιότερα εισάγονταν από Δυτικές χώρες τώρα πρέπει να βρουν άλλη πηγή προμήθειας. Το ίδιο ισχύει και για υλικά που προέρχονται από την Ουκρανία, όπως οι μηχανές πλοίων που αντικαταστάθηκαν με εισαγωγές από την Κίνα, με τις τελευταίες να ενσωματώνονται σε Ρωσικά πολεμικά πλοία με μικρή επιτυχία[xxiv]. Περαιτέρω, το ναυτικό πρόγραμμα της Ρωσίας αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις όπως ο μικρός αριθμός ναυπηγείων, ο περιορισμένος αριθμός καταρτισμένου εργατικού δυναμικού και η αυξανόμενη ζήτηση από τον πολιτικό τομέα και τις στρατιωτικές ανάγκες ταυτόχρονα, χωρίς να συμπεριλάβουμε τη χαμηλότερη ποιότητα των προϊόντων που παράγονται από τη Ρωσική βιομηχανία σε σύγκριση με τα Δυτικά υλικά που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα.
Η ναυτική στρατηγική της Ρωσίας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα έχει σημαντικές επιπτώσεις. Η επιθετική στάση της Μόσχας έχει κλιμακώσει τις εντάσεις με το ΝΑΤΟ, οδηγώντας σε αυξημένη Δυτική στρατιωτική παρουσία και ασκήσεις στην περιοχή. Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος των διαδρομών της Μαύρης Θάλασσας επιτρέπει στη Ρωσία να επηρεάζει τις αλυσίδες εφοδιασμού ενέργειας της Ευρώπης, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των αγωγών και των κυρώσεων, ωστόσο το τελευταίο θα εντείνει μόνο τις εντάσεις με τη Δύση. Επίσης, οι ναυτικές δραστηριότητες της Ρωσίας συχνά επιδεινώνουν τις υπάρχουσες συγκρούσεις, όπως συμβαίνει στην Ουκρανία και τη Συρία, όπου οι ναυτικές δυνάμεις παίζουν υποστηρικτικό ρόλο σε ευρύτερες στρατιωτικές εκστρατείες. Σε κάθε περίπτωση, η ναυτική πολιτική της Ρωσίας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα είναι μια απόδειξη της αποφασιστικότητάς της να εξασφαλίσει στρατηγικό βάθος και επιρροή πέρα από τα σύνορά της. Αξιοποιώντας ιστορικούς δεσμούς, σύγχρονες δυνατότητες και στρατηγική γεωγραφία, η Μόσχα αποσκοπεί να αμφισβητήσει τη Δυτική κυριαρχία και να επιβεβαιώσει την αυτονομία της ως κύριος παίκτης στις παγκόσμιες δυναμικές ασφάλειας. Ωστόσο, αυτή η επιθετικότητα επίσης ελλοχεύει τον κίνδυνο αύξησης περαιτέρω της στρατιωτικοποίησης και της αστάθειας σε αυτές τις κρίσιμες περιοχές, υπογραμμίζοντας τη λεπτή ισορροπία μεταξύ της προβολής δύναμης και της περιφερειακής ειρήνης ενώ σε οποιαδήποτε περίπτωση απομονώνει περαιτέρω τη Ρωσία.
*Κώστας Κύπριος
Στρατιωτικός Αναλυτής
Marketing Officer, Katradis SA
[i] Riber Johannes (summer 2022) p 69, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75.
[ii] Kasapoglu Can (June 10 2021), ‘Russia’s Ambitious Military-Geostrategic Posture in the Mediterranean’, Carnegie Endowment for International Peace.
[iii] Riber Johannes (summer 2022) p 73, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75.
[iv] Kollakowski Tobias , ‘Interpreting Russian aims to control the Black Sea region through naval geostrategy (Part One): ‘The Azov-Black Sea basin as a whole[…] This is, in fact, a zone of our strategic interests’, The Journal of Slavic Military Studies, Volume 36, 2003
[v] Riber Johannes (summer 2022) p 77-79, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75.
[vi] Petersen B. Michael (July 9 2024), ‘Assessing Russian plans for military regeneration’, Chatham House
[vii] Kollakowski Tobias , ‘Interpreting Russian aims to control the Black Sea region through naval geostrategy (Part One): ‘The Azov-Black Sea basin as a whole[…] This is, in fact, a zone of our strategic interests’, The Journal of Slavic Military Studies, Volume 36, 2003
[viii] Riber Johannes (summer 2022) p 77-79, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75
[ix] Gorenburg Dmitry (July 2019), ‘Russia’s Naval Strategy in the Mediterranean’ George C. Marshall European Center for Security Studies.
[x] Possony Stefan (Augoust 1947), “European Russia’s Inland Waterways – Past, Present, and Future’, US Naval Institute, Vol. 73/8/534
[xi] Jaghdani Jamali ( 27 November 2023) p 25, ‘The Strategic Significance of the Russian Volga River System’, RUSSIAN ANALYTICAL DIGEST, No304
[xii] Jaghdani Jamali ( 27 November 2023) p 24, ‘The Strategic Significance of the Russian Volga River System’, RUSSIAN ANALYTICAL DIGEST, No304
[xiii] Jaghdani Jamali ( 27 November 2023) p 25, ‘The Strategic Significance of the Russian Volga River System’, RUSSIAN ANALYTICAL DIGEST, No304
[xiv] Kollakowski Tobias , ‘Interpreting Russian aims to control the Black Sea region through naval geostrategy (Part One): ‘The Azov-Black Sea basin as a whole[…] This is, in fact, a zone of our strategic interests’, The Journal of Slavic Military Studies, Volume 36, 2003
[xv] Kasapoglu Can (June 10 2021), ‘Russia’s Ambitious Military-Geostrategic Posture in the Mediterranean’, Carnegie Endowment for International Peace.
[xvi] Gorenburg Dmitry (July 2019), ‘Russia’s Naval Strategy in the Mediterranean’ George C. Marshall European Center for Security Studies.
[xvii] Riber Johannes (summer 2022) p 77-79, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75
[xviii] Riber Johannes (summer 2022) p 81, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75
[xix] Fasanotti s. Federica (25 June 2024). ‘The Russian strategy in the Mediterranean’, https://www.gisreportsonline.com/r/russia-mediterranean/
[xx] Kasapoglu Can (June 10 2021), ‘Russia’s Ambitious Military-Geostrategic Posture in the Mediterranean’, Carnegie Endowment for International Peace.
[xxi] Riber Johannes (summer 2022) p 77-79, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75.
[xxii] Riber Johannes (summer 2022) p 76, ‘Russia’s twenty first century naval strategy, combining admiral Gorshkov with the Jeune Ecole’, Naval war college review, Volume 75.
[xxiii] Petersen B. Michael (July 9 2024), ‘Assessing Russian plans for military regeneration’, Chatham House.
[xxiv] Petersen B. Michael (July 9 2024), ‘Assessing Russian plans for military regeneration’, Chatham House.